- τιμητικήν
- τῑμητικήν , τιμητικόςestimatingfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τιμητικός — ή, ό / τιμητικός, ή, όν, ΝΜΑ [τιμητής] 1. (για πρόσ.) αυτός που παρέχει, που αποδίδει τιμή σε κάποιον (α. «τιμητική φρουρά» β. «τιμητικὸς... τῶν καθηγησαμένων», Πλούτ.) 2. αυτός που δηλώνει τιμή, που φανερώνει εκτίμηση σε κάποιον (α. «τιμητικός… … Dictionary of Greek